- πλατύτεροι
- πλατύςwidemasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υαινάρκτος — (hyaenarctos). Γένος σαρκοφάγων θηλαστικών ζώων, το οποίο έχει εκλείψει. Τα ζώα αυτά διέφεραν από τις αρκούδες, μόνο σε ό,τι αφορά την οδοντοστοιχία τους, στην οποία οι τραπεζίτες ήταν πλατύτεροι και χαμηλότεροι. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν … Dictionary of Greek